- επιδιόρθωση
- réparation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επιδιόρθωση — η (Α ἐπιδιόρθωσις) επισκευή φθαρμένου πράγματος αρχ. διόρθωση προηγούμενης έκφρασης, αίτηση συγγνώμης για δυσάρεστη έκφραση … Dictionary of Greek
επιδιόρθωση — η η επισκευή φθαρμένου ή χαλασμένου πράγματος, επιδιόρθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδιορθώσῃ — ἐπιδιορθώσηι , ἐπιδιόρθωσις correction of a previous expression fem dat sg (epic) ἐπιδιορθόομαι aor subj mid 2nd sg ἐπιδιορθόομαι aor subj act 3rd sg ἐπιδιορθόομαι fut ind mid 2nd sg ἐπιδιορθόω correct afterwards aor subj mid 2nd sg ἐπιδιορθόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδιορθωτικός — ή, ό (AM ἐπιδιορθωτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην επιδιόρθωση νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επιδιορθωτικά αμοιβή ή δαπάνη για επιδιόρθωση … Dictionary of Greek
επιδιορθωτικός — ή, ό 1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκεσις — Μυθολογική θεότητα. Καλός δαίμονας της ακολουθίας του Ασκληπιού, που συμβόλιζε τον άνθρωπο που βρίσκεται στην ανάρρωση. Λατρευόταν ως θεός στην Επίδαυρο. * * * ἄκεσις ( εως), η (Α) 1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90) 2. επιδιόρθωση 3. αλοιφή ή… … Dictionary of Greek
ήπησις — ἤπησις, ή (Μ) [ηπάομαι] επιδιόρθωση, επισκευή … Dictionary of Greek
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek
αλλαξοποδαριά — η 1. η επιδιόρθωση, μοντάρισμα καλτσών στις φτέρνες και στα δάχτυλα, το αλλαξοπόδιασμα 2. το να ξεφεύγει κανείς από τον δρόμο, να αλλάζει πορεία, το αλλαξοποδάριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + ποδάρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοποδαριάζω] … Dictionary of Greek
ανακαίνιση — η (Α ἀνακαίνισις) [ἀνακαινίζω] επιδιόρθωση, επισκευή νεοελλ. μεταρρύθμιση, βελτίωση αρχ. μσν. αναζωογόνηση πνευματική, ανανέωση … Dictionary of Greek
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek